προσδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδιδάσκω:''' еще обучать (τινά Plat.): π. ἀγαθά Men. учить добру.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδῐδάσκω Medium diacritics: προσδιδάσκω Low diacritics: προσδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prosdidáskō Transliteration B: prosdidaskō Transliteration C: prosdidasko Beta Code: prosdida/skw

English (LSJ)

   A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.

German (Pape)

[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.

Greek (Liddell-Scott)

προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

προσδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιδάσκω: еще обучать (τινά Plat.): π. ἀγαθά Men. учить добру.