προτιμωρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτῑμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] κάποιον [[προτού]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Μέσ., εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] εκ των προτέρων, στον ίδ.
|lsmtext='''προτῑμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] κάποιον [[προτού]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Μέσ., εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] εκ των προτέρων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προτῑμωρέω:''' <b class="num">1)</b> раньше помогать (τινι Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> med. раньше мстить: [[πρότερον]] προτιμωρήσεσθαί τινα Thuc. сначала отомстить кому-л.
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῑμωρέω Medium diacritics: προτιμωρέω Low diacritics: προτιμωρέω Capitals: ΠΡΟΤΙΜΩΡΕΩ
Transliteration A: protimōréō Transliteration B: protimōreō Transliteration C: protimoreo Beta Code: protimwre/w

English (LSJ)

   A help beforehand or first, τινι Th.1.74:—Med., revenge oneself before, Id.6.57.

German (Pape)

[Seite 793] vorher oder zuerst beistehen, τινί, Thuc. 1, 74; im med., sich vorher rächen, τινά, an Jem., 6, 57.

Greek (Liddell-Scott)

προτῑμωρέω: βοηθῶ πρότερον, τινι Θουκ. 1. 74. ― Μέσ., ἐκδικοῦμαι πρότερον, τιμωρῶ, ὁ αὐτ. 6. 57.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
secourir ou venger auparavant, τινι;
Moy. προτιμωρέομαι-οῦμαι se venger auparavant de, acc..
Étymologie: πρό, τιμωρέω.

Greek Monotonic

προτῑμωρέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ κάποιον προτού, τινί, σε Θουκ. — Μέσ., εκδικούμαι, τιμωρώ εκ των προτέρων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προτῑμωρέω: 1) раньше помогать (τινι Thuc.);
2) med. раньше мстить: πρότερον προτιμωρήσεσθαί τινα Thuc. сначала отомстить кому-л.