προσωπίδιον: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(35) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[πρόσωπον]] υποκορ. του [[πρόσωπον]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />[[πρόσωπον]] υποκορ. του [[πρόσωπον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσωπίδιον:''' τό небольшая маска Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πρόσωπον υποκορ. του πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
προσωπίδιον: τό небольшая маска Arph.