πρωτόλεια: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόλεια:''' τά ([[λεία]]), τα [[πρώτα]] [[λάφυρα]] στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· [[τῶν]] [[σῶν]] γονάτων [[πρωτόλεια]], στην [[έναρξη]] της ικεσίας μου, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρωτόλεια:''' τά ([[λεία]]), τα [[πρώτα]] [[λάφυρα]] στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· [[τῶν]] [[σῶν]] γονάτων [[πρωτόλεια]], στην [[έναρξη]] της ικεσίας μου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόλεια:''' τά первая добыча: γονάτων π. [[θιγγάνω]] [[ἱκέτης]] Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.
}}
}}

Revision as of 03:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόλεια Medium diacritics: πρωτόλεια Low diacritics: πρωτόλεια Capitals: ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ
Transliteration A: prōtóleia Transliteration B: prōtoleia Transliteration C: protoleia Beta Code: prwto/leia

English (LSJ)

τά, (λεία)

   A first spoils in war, and, generally, firstfruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication, E.Or.382: sg.,= ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
première part d’un butin ; en gén. prémices.
Étymologie: πρῶτος, λεία.

Greek Monotonic

πρωτόλεια: τά (λεία), τα πρώτα λάφυρα στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια, στην έναρξη της ικεσίας μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόλεια: τά первая добыча: γονάτων π. θιγγάνω ἱκέτης Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.