Πυρρικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''Πυρρῐκός:''' -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πυρρικός:''' пирровский: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра).
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πυρρῐκός Medium diacritics: Πυρρικός Low diacritics: Πυρρικός Capitals: ΠΥΡΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Pyrrikós Transliteration B: Pyrrikos Transliteration C: Pyrrikos Beta Code: *purriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A named after Pyrrhus, of a certain breed of sheep, Arist.HA522b24; prob. for πυρρίχας ib.595b18.

Greek (Liddell-Scott)

Πυρρῐκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· ὅθεν εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας βοῦς) Πυρρικὰς διορθωτέον· ὡσαύτως παρὰ Θεοκρ. (4. 20) ταῦροςπύρριχος, ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. ἑρμηνεία (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ Πυρρικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Pyrrhus.
Étymologie: Πύρρος.

Greek Monotonic

Πυρρῐκός: -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Πυρρικός: пирровский: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра).