ῥεκτήρ: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥεκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ῥέζω]]), εργαζόμενος, πράττων, [[εκτελεστής]], [[δράστης]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ῥεκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ῥέζω]]), εργαζόμενος, πράττων, [[εκτελεστής]], [[δράστης]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥεκτήρ:''' ῆρος ὁ [[ῥέζω]] I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:23, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ῥέζω)
A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191. 2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.
German (Pape)
[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. ῥέκτης.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α
1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ.
β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)
2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].
Greek Monotonic
ῥεκτήρ: -ῆρος, ὁ (ῥέζω), εργαζόμενος, πράττων, εκτελεστής, δράστης, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥεκτήρ: ῆρος ὁ ῥέζω I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец.