σπῆλυγξ: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[σπήλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπήλαιο]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[σπήλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπήλαιο]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπῆλυγξ:''' υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῆλυγξ Medium diacritics: σπῆλυγξ Low diacritics: σπήλυγξ Capitals: ΣΠΗΛΥΓΞ
Transliteration A: spē̂lynx Transliteration B: spēlynx Transliteration C: spilygks Beta Code: sph=lugc

English (LSJ)

υγγος, ἡ,

   A = σπήλαιον, cave, οἰκεῖ σπήλυγγας Arist.HA616b26, cf. Theoc. 16.53, A.R.2.568; Νυμφῶν ὑπὸ σ. αὐτόστεγον Dionys. Trag.1; πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Hymn.Is.151.

German (Pape)

[Seite 921] υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

σπῆλυγξ: -υγγος, ἡ, (σπέος) = σπήλαιον, Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».

French (Bailly abrégé)

υγγος (ἡ) :
caverne, antre, grotte.
Étymologie: cf. lat. spelunca.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο].

Russian (Dvoretsky)

σπῆλυγξ: υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.