στλέγγισμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]]. | |mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στλέγγισμα:''' ατος τό снимаемая скребком грязь Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.
German (Pape)
[Seite 945] τό, seltener στέλγισμα, der mit der Streichplatte, στλεγγίς, abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
στλέγγισμα: τό, ὡς τὸ γλοιός, τὸ ἔλαιον καὶ ὁ ῥύπος, τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ στέλγισμα, Λυκόφρ. 874.
Greek Monolingual
και στέλγισμα, -ίσματος, τὸ, Α στλεγγίζω
ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια της στλεγγίδας, το απόμαγμα.
Russian (Dvoretsky)
στλέγγισμα: ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.