στολάρχης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />ο [[αρχηγός]] του στόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[ελεγκτής]] του ιματισμού, τών στολών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />ο [[αρχηγός]] του στόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[ελεγκτής]] του ιματισμού, τών στολών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''στολάρχης:''' ου ὁ столарх, командующий флотом Anth.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολάρχης Medium diacritics: στολάρχης Low diacritics: στολάρχης Capitals: ΣΤΟΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: stolárchēs Transliteration B: stolarchēs Transliteration C: stolarchis Beta Code: stola/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A commander of a fleet, PCair.Zen.48.2 (iii B.C.), Epigr.Gr.337 (Cyzic.), PSI4.298.15 (iv A.D., gen. -ου), Hsch.; fem. στολ-αρχίς, ίδος, ἡ, epith. of Isis, POxy. 1380.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, Anführer der Flotte, νεῶν, Ep. ad. 694 (App. 204).

Greek (Liddell-Scott)

στολάρχης: -ου, ὁ, = στόλαρχος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 204, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο αρχηγός του στόλου
αρχ.
πιθ. ελεγκτής του ιματισμού, τών στολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + -άρχης].

Russian (Dvoretsky)

στολάρχης: ου ὁ столарх, командующий флотом Anth.