στέγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_11)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέγνωσις''': ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· [[ἔμφραξις]] τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ [[χαύνωσις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.
|lstext='''στέγνωσις''': ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· [[ἔμφραξις]] τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ [[χαύνωσις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.
}}
{{elru
|elrutext='''στέγνωσις:''' εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext.
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγνωσις Medium diacritics: στέγνωσις Low diacritics: στέγνωσις Capitals: ΣΤΕΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: stégnōsis Transliteration B: stegnōsis Transliteration C: stegnosis Beta Code: ste/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A making watertight, τοῦ ἱεροποΐου IG11(2).165.7 (Delos, iii B.C.): pl., BGU1116.12 (i B.C.).    II making close or costive, checking of natural evacuations, κοιλίας Dsc.1.115; stoppage of the pores, Gal.6.218, Orib.Syn.5.16; opp. χαύνωσις, S.E.P.1.238; cf. στένωσις.

German (Pape)

[Seite 932] ἡ, das Verdichten, Verstopfen; Diosc.; Gegensatz χαύνωσις, S. Emp. pyrrh. 1, 238.

Greek (Liddell-Scott)

στέγνωσις: ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· ἔμφραξις τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ χαύνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.

Russian (Dvoretsky)

στέγνωσις: εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext.