στέγνωσις: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέγνωσις''': ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· [[ἔμφραξις]] τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ [[χαύνωσις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238. | |lstext='''στέγνωσις''': ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· [[ἔμφραξις]] τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ [[χαύνωσις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέγνωσις:''' εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making watertight, τοῦ ἱεροποΐου IG11(2).165.7 (Delos, iii B.C.): pl., BGU1116.12 (i B.C.). II making close or costive, checking of natural evacuations, κοιλίας Dsc.1.115; stoppage of the pores, Gal.6.218, Orib.Syn.5.16; opp. χαύνωσις, S.E.P.1.238; cf. στένωσις.
German (Pape)
[Seite 932] ἡ, das Verdichten, Verstopfen; Diosc.; Gegensatz χαύνωσις, S. Emp. pyrrh. 1, 238.
Greek (Liddell-Scott)
στέγνωσις: ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· ἔμφραξις τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ χαύνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.
Russian (Dvoretsky)
στέγνωσις: εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext.