Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου η [[κορυφή]] συνδέεται με την [[κορυφή]] ενός άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου η [[κορυφή]] συνδέεται με την [[κορυφή]] ενός άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]])].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκόρῠφος:''' соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκόρῠφος Medium diacritics: συγκόρυφος Low diacritics: συγκόρυφος Capitals: ΣΥΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: synkóryphos Transliteration B: synkoryphos Transliteration C: sygkoryfos Beta Code: sugko/rufos

English (LSJ)

ον,

   A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.

German (Pape)

[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].

Russian (Dvoretsky)

συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).