συμπαρανήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6)
(4)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρανήχομαι:''' αποθ., [[κολυμπώ]] μαζί με κάποιον, [[παραπλέω]] κοντά του, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπαρανήχομαι:''' αποθ., [[κολυμπώ]] μαζί με κάποιον, [[παραπλέω]] κοντά του, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρανήχομαι:''' плавать рядом Luc.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.

French (Bailly abrégé)

nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monotonic

συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρανήχομαι: плавать рядом Luc.