συνανακίρνημι: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
(6_5) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανακίρνημι''': ἀνακίρνημι, ἀναμιγνύω [[ὁμοῦ]], συνανακεράννυμι, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 59. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mai Coll. Vat. 8. 2, σ. 19· ― παθητ. τις [[τύπος]] συνανακιρνάομαι, εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 684Β. | |lstext='''συνανακίρνημι''': ἀνακίρνημι, ἀναμιγνύω [[ὁμοῦ]], συνανακεράννυμι, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 59. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mai Coll. Vat. 8. 2, σ. 19· ― παθητ. τις [[τύπος]] συνανακιρνάομαι, εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 684Β. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνανακίρνημι:''' смешивать вместе: τῷ ὕδατι συνανακίρνασθαι Sext. раствориться в воде. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:07, 1 January 2019
English (LSJ)
A mix up with, τινί τι S.E.P.3.59 (Pass.), cf. Hero Spir.1 Praef.p.14 S.:—also Pass. συνανακιρνάομαι, Alex.Aphr. in Metaph.35.21.
German (Pape)
[Seite 999] = συνανακεράννυμι, praes. pass. bei S. Emp. pyrrh. 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακίρνημι: ἀνακίρνημι, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, συνανακεράννυμι, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 59. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mai Coll. Vat. 8. 2, σ. 19· ― παθητ. τις τύπος συνανακιρνάομαι, εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 684Β.
Russian (Dvoretsky)
συνανακίρνημι: смешивать вместе: τῷ ὕδατι συνανακίρνασθαι Sext. раствориться в воде.