συμπαραστατέω: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-παραστατέω [συμπαραστάτης] bijstaan, helpen; met dat. | |elnltext=συμ-παραστατέω [συμπαραστάτης] bijstaan, helpen; met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαραστᾰτέω:''' оказывать поддержку, помогать (τινι Aesch., Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A stand by so as to assist, ἑκόνθ' ἑκόντι Ζηνὶ σ. A.Pr.220, cf. Ar. Ec.15, Gal.19.172: abs., Ar.Ra.387 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 984] Mitbeistand sein, beistehen, τινί; Aesch. Prom. 218; Ar. Ran. 385 Eccl. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραστᾰτέω: παρίσταμαι δηλ. ἵσταμαι πλησίον τινὸς καὶ τὸν βοηθῶ, ἑκόνθ’ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 15· ἀπόλ., ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 385.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se tenir auprès pour assister ; assister, secourir, τινι.
Étymologie: συμπαραστάτης.
Greek Monotonic
συμπαραστᾰτέω: μέλ. -ήσω, στέκομαι στο πλάι κάποιου για να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, με δοτ., σε Αισχύλ.· απόλ., σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παραστατέω [συμπαραστάτης] bijstaan, helpen; met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραστᾰτέω: оказывать поддержку, помогать (τινι Aesch., Arph.).