συνεπεκπίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπεκπίνω:''' μέλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] μαζί [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.
|lsmtext='''συνεπεκπίνω:''' μέλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] μαζί [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπεκπίνω:''' (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать ([[ἅμα]] τινί Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεκπίνω Medium diacritics: συνεπεκπίνω Low diacritics: συνεπεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synepekpínō Transliteration B: synepekpinō Transliteration C: synepekpino Beta Code: sunepekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.

French (Bailly abrégé)

absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monotonic

συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).