συνεπιδίδωμι: Difference between revisions
(39) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπιδίδωμι:''' <b class="num">1)</b> одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.
French (Bailly abrégé)
croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.
Greek Monolingual
Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].
Greek Monolingual
Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπιδίδωμι: 1) одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2) одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).