συνίμεν: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνίμεν:''' Επικ. αντί [[συνιέναι]], απαρ. του [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]).
|lsmtext='''συνίμεν:''' Επικ. αντί [[συνιέναι]], απαρ. του [[σύνειμι]] ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]).
}}
{{elru
|elrutext='''συνίμεν:''' эп. inf. к [[σύνειμι]] II.
}}
}}

Latest revision as of 04:24, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de σύνειμι².

Greek Monotonic

συνίμεν: Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

συνίμεν: эп. inf. к σύνειμι II.