συντερμονέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντερμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], είμαι όμορος με, [[γειτονικός]] με, <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συντερμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], είμαι όμορος με, [[γειτονικός]] με, <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντερμονέω:''' быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερμονέω Medium diacritics: συντερμονέω Low diacritics: συντερμονέω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΟΝΕΩ
Transliteration A: syntermonéō Transliteration B: syntermoneō Transliteration C: syntermoneo Beta Code: suntermone/w

English (LSJ)

   A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).