σύφαρ: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(40) |
(4b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ὁ, ἡ [[σῦφαρ]]<br />ρυτιδωμένος, γερασμένος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, [[ἄνθος]] τοῡ γάλακτος, γραῡς» <br />β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το [[δέρμα]] του φιδιού (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[σῦφαρ]] και το λατ. <i>sũber</i> «[[φελλός]], [[δρυς]]» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια [[κοινή]] [[ρίζα]] με αρκτικό <i>σ</i>-. Η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -<i>φ</i>-/ -<i>b</i>- στους δύο τ., αντίστοιχα]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ὁ, ἡ [[σῦφαρ]]<br />ρυτιδωμένος, γερασμένος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, [[ἄνθος]] τοῡ γάλακτος, γραῡς» <br />β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το [[δέρμα]] του φιδιού (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[σῦφαρ]] και το λατ. <i>sũber</i> «[[φελλός]], [[δρυς]]» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια [[κοινή]] [[ρίζα]] με αρκτικό <i>σ</i>-. Η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -<i>φ</i>-/ -<i>b</i>- στους δύο τ., αντίστοιχα]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύφαρ:''' τό (только nom. и acc.) слинявшая кожа, линовище Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].
Russian (Dvoretsky)
σύφαρ: τό (только nom. и acc.) слинявшая кожа, линовище Luc.