τάγηνον: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάγηνον:''' [ᾰ], τό, [[τηγάνι]], σε Αριστοφ., Λουκ.· συνηθέστερα στον τύπο τήγᾰνον.
|lsmtext='''τάγηνον:''' [ᾰ], τό, [[τηγάνι]], σε Αριστοφ., Λουκ.· συνηθέστερα στον τύπο τήγᾰνον.
}}
{{elru
|elrutext='''τάγηνον:''' (ᾰ) τό сковорода Arph., Luc.: οἱ περὶ τ. φίλοι погов. [[Eupolis]] ap. Plut. друзья вокруг сковороды, т. е. пока их кормишь.
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάγηνον Medium diacritics: τάγηνον Low diacritics: τάγηνον Capitals: ΤΑΓΗΝΟΝ
Transliteration A: tágēnon Transliteration B: tagēnon Transliteration C: taginon Beta Code: ta/ghnon

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A frying-pan, saucepan, Eup.346, Ar.Eq.929, Pl. Com. 173.12, Anaxandr.33.4, Luc.Symp.38:—more freq. in form τήγᾰνον, Pherecr.104, 127, Eup.144, LXX Le.2.5, al., Maria ap.Zos. Alch.p.236 B. (codd. vary in Gal.6.490,al.); cf. Ath.6.228f sq., who also cites ἤγανον from Anacr.26.

German (Pape)

[Seite 1063] τό, Pfanne, Bratpfanne, Tiegel; Ar. Equ. 926; Luc. Conv. 38; Ath. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τάγηνον: [ᾰ], τό, τὸ τηγάνι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 929· τῶν περὶ τάγηνον καὶ μετ’ ἄριστον φίλων, περὶ παρασίτων, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 7· οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν, ἀτὰρ τὸ τάγηνον, ἄμεινον οἶμαι Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 12, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 4, Λουκ. Συμπ. 38· ― συνηθέστερον ἐν τῷ τύπῳ τήγᾰνον, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 4, ἐν «Πέρσαις» 4, Εὔπολις ἐν «Εἴλωσιν» 5, κτλ· πρβλ. Ἀθήν. 228F κἑξ., παρ’ ᾧ μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ἤγανον ἐκ τοῦ Ἀνακρ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
poêle à frire.
Étymologie: cf. τήγανον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. τήγανον.

Greek Monotonic

τάγηνον: [ᾰ], τό, τηγάνι, σε Αριστοφ., Λουκ.· συνηθέστερα στον τύπο τήγᾰνον.

Russian (Dvoretsky)

τάγηνον: (ᾰ) τό сковорода Arph., Luc.: οἱ περὶ τ. φίλοι погов. Eupolis ap. Plut. друзья вокруг сковороды, т. е. пока их кормишь.