ταινιόπωλις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταινιόπωλις:''' ἡ, [[πωλητής]], [[έμπορος]] <i>ταινιῶν</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ταινιόπωλις:''' ἡ, [[πωλητής]], [[έμπορος]] <i>ταινιῶν</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταινιόπωλις:''' ιδος ἡ продавщица лент Dem.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινιόπωλις Medium diacritics: ταινιόπωλις Low diacritics: ταινιόπωλις Capitals: ΤΑΙΝΙΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: tainiópōlis Transliteration B: tainiopōlis Transliteration C: tainiopolis Beta Code: tainio/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.

Greek Monolingual

-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].

Greek Monotonic

ταινιόπωλις: ἡ, πωλητής, έμπορος ταινιῶν, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ταινιόπωλις: ιδος ἡ продавщица лент Dem.