τελεαρχία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(40)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τελέαρχος]]<br />το [[αξίωμα]] του τελεάρχου.
|mltxt=ἡ, Α [[τελέαρχος]]<br />το [[αξίωμα]] του τελεάρχου.
}}
{{elru
|elrutext='''τελεαρχία:''' ἡ должность телеарха, телеархия Plut.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.

Russian (Dvoretsky)

τελεαρχία: ἡ должность телеарха, телеархия Plut.