τετρώροφος: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρώροφος:''' -ον ([[ὀροφή]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] ορόφους, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''τετρώροφος:''' -ον ([[ὀροφή]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] ορόφους, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρώροφος:''' четырехэтажный ([[οἰκία]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for -οροφ-), Ph.2.143, App.Pun.95.
German (Pape)
[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.
Greek (Liddell-Scott)
τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre étages.
Étymologie: τέτταρες, ὄροφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. τετραώροφος.
Greek Monotonic
τετρώροφος: -ον (ὀροφή), αυτός που αποτελείται από τέσσερις ορόφους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τετρώροφος: четырехэтажный (οἰκία Her.).