ταχύρροθος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύρροθος:''' -ον, αυτός που τρέχει με [[μεγάλη]] [[ορμή]], [[ταχύς]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τᾰχύρροθος:''' -ον, αυτός που τρέχει με [[μεγάλη]] [[ορμή]], [[ταχύς]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύρροθος:''' быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠρροθος Medium diacritics: ταχύρροθος Low diacritics: ταχύρροθος Capitals: ΤΑΧΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: tachýrrothos Transliteration B: tachyrrothos Transliteration C: tachyrrothos Beta Code: taxu/rroqos

English (LSJ)

ον,

   A swift-rushing, λόγοι A.Th.286.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ-ρροθος].

Greek Monotonic

τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).