ταυροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροπάτωρ:''' ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροπάτωρ Medium diacritics: ταυροπάτωρ Low diacritics: ταυροπάτωρ Capitals: ΤΑΥΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tauropátōr Transliteration B: tauropatōr Transliteration C: tavropator Beta Code: tauropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.

German (Pape)

[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο-πάτωρ.

Greek Monotonic

ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροπάτωρ: ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.