τετραφαλαγγία: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />στρατιωτικό [[σώμα]] από [[τέσσερεις]] φάλαγγες ή [[φάλαγγα]] διαιρεμένη σε [[τέσσερεις]] μοίρες, [[δηλαδή]] συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />στρατιωτικό [[σώμα]] από [[τέσσερεις]] φάλαγγες ή [[φάλαγγα]] διαιρεμένη σε [[τέσσερεις]] μοίρες, [[δηλαδή]] συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τετραφᾰλαγγία:''' ἡ воен. соединение из четырех фаланг Polyb.
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰφᾰλαγγία Medium diacritics: τετραφαλαγγία Low diacritics: τετραφαλαγγία Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΛΑΓΓΙΑ
Transliteration A: tetraphalangía Transliteration B: tetraphalangia Transliteration C: tetrafalaggia Beta Code: tetrafalaggi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A corps of four phalanxes or a phalanx in four divisions, i.e. of 16,384 men, Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, Ael.Tact.36.6, Polyaen.4.7.12.

German (Pape)

[Seite 1099] ἡ, vier Phalangen od. eine in vier Abtheilungen getheilte Phalanx; Pol. 12, 20, 7; Aen. Tact. 40; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφᾰλαγγία: ἡ, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων φαλάγγων ἢ φάλαγξ διῃρημένη εἰς τέσσαρας μοίρας, δηλ. ἐξ ἀνδρῶν 16. 384, Πολύβ. 12. 20, 7, Αἰλ. Τακτ. 40.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ία].

Russian (Dvoretsky)

τετραφᾰλαγγία: ἡ воен. соединение из четырех фаланг Polyb.