τραπεζοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(41)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν<br />αυτός που φροντίζει για την [[εξυπηρέτηση]] τών συνδαιτυμόνων στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν<br />αυτός που φροντίζει για την [[εξυπηρέτηση]] τών συνδαιτυμόνων στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζοκόμος:''' ὁ прислуживающий за столом, подавальщик, кравчий Plut., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοκόμος Medium diacritics: τραπεζοκόμος Low diacritics: τραπεζοκόμος Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: trapezokómos Transliteration B: trapezokomos Transliteration C: trapezokomos Beta Code: trapezoko/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who sets out a table or who waits at table, Longin.43.4, Plu.2.616a, D.L.9.80, etc.; = Lat. structor, Juba 84.

German (Pape)

[Seite 1134] den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ, ὁ στρώνων τὴν τράπεζαν ἢ ὑπηρετῶν παρὰ τὴν τράπεζαν, κοινῶς «τραπεζιέρης», Θεόπομπ. παρὰ Λογγίνῳ 43. 4, Διογ. Λ. 9. 80, Πλούτ. 2. 616Α, κλπ., πρβλ. Ἀθήν. 710Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de l’entretien de la table.
Étymologie: τράπεζα, κομέω.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν
αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο-κόμος].

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ прислуживающий за столом, подавальщик, кравчий Plut., Diog. L.