τριπλῇ: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐπλῇ:''' δοτ. θηλ. του [[τριπλόος]]. | |lsmtext='''τρῐπλῇ:''' δοτ. θηλ. του [[τριπλόος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριπλῇ:''' adv. Hom., Luc. = [[τριπλᾷ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. τριπλόος.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.
French (Bailly abrégé)
v. τριπλόος.
English (Autenrieth)
threefold, thrice over, Il. 1.128†.
Greek Monolingual
Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].
Greek Monotonic
τρῐπλῇ: δοτ. θηλ. του τριπλόος.
Russian (Dvoretsky)
τριπλῇ: adv. Hom., Luc. = τριπλᾷ.