τριχιάω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_2)
(4b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχιάω''': [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὁπόταν]] γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.
|lstext='''τρῐχιάω''': [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὁπόταν]] γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχιάω:''' страдать грудницей Arst.
}}
}}

Revision as of 04:55, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχιάω Medium diacritics: τριχιάω Low diacritics: τριχιάω Capitals: ΤΡΙΧΙΑΩ
Transliteration A: trichiáō Transliteration B: trichiaō Transliteration C: trichiao Beta Code: trixia/w

English (LSJ)

   A suffer from τριχίασις 1, Gal.12.740.    II suffer from τριχίασις 111.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχιάω: πάσχω ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. πάσχω ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, ὁπόταν γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχιάω: страдать грудницей Arst.