τρισκατάρατος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ. | |lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγ-κατάρατος.
Greek Monotonic
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.