τριτόσπορος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐτόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος για [[τρίτη]] [[φορά]], [[τριτόσπορος]] [[γονή]], η [[τρίτη]] γενειά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τρῐτόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), σπαρμένος για [[τρίτη]] [[φορά]], [[τριτόσπορος]] [[γονή]], η [[τρίτη]] γενειά, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐτόσπορος:''' порожденный в третий раз: τ. [[γονή]] Aesch. третье поколение. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sown for the third time, τ. γονή the third generation, Id.Pers.818.
Greek (Liddell-Scott)
τρῑτόσπορος: -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. γονή, ἡ τρίτη γενεά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
engendré au troisième degré, càd de la troisième génération.
Étymologie: τρίτος, σπείρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τριτόσπορος γυνή» — η τριτή γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. δεκατό-σπορος].
Greek Monotonic
τρῐτόσπορος: -ον (σπείρω), σπαρμένος για τρίτη φορά, τριτόσπορος γονή, η τρίτη γενειά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτόσπορος: порожденный в третий раз: τ. γονή Aesch. третье поколение.