ὑμνοποιός: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑμνοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοποιός]], ὁ, [[ποιητής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑμνοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοποιός]], ὁ, [[ποιητής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμνοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ Eur. = [[ὑμνοθέτης]] II.<br />слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
όν,
A making hymns, Μοῦσα E.Rh.651: Subst. -ποιός, ὁ, minstrel, Id.Supp.180:—hence ὑμνο-ποιέομαι, sing hymns of praise, Sm.Ps.55(56).11.
German (Pape)
[Seite 1179] Hymnen dichtend; Eur. Suppl. 192; ἡ, Rhes. 651.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ὕμνους, Μοῦσαι Εὐρ. Ρῆσ. 651· ὡς οὐσιαστ. ὑμνοποιός, ὁ ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 180.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοποιός poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. υμνωδός, υμνολόγος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοποιός
ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ποιός].
Greek Monotonic
ὑμνοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. ὑμνοποιός, ὁ, ποιητής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνοποιός: II ὁ Eur. = ὑμνοθέτης II.
слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).