ὑπέκ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέκ:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] ὑπ-έξ ([[ὑπό]], ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από [[κάτω]], από [[κάτω]], [[μακριά]] από, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπέκ:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] ὑπ-έξ ([[ὑπό]], ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από [[κάτω]], από [[κάτω]], [[μακριά]] από, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέκ:''' и ὑπ᾽ ἐκ, перед гласн. [[ὑπέξ]] praep. [[cum]] gen. из-под, от: ἵππους λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων Hom. отвяжите от колесниц, т. е. распрягите коней; ἐρύειν τι [[ὑπέκ]] τινος [[μετά]] τινα Hom. тащить что-л. от кого-л. к кому-л.
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκ Medium diacritics: ὑπέκ Low diacritics: υπέκ Capitals: ΥΠΕΚ
Transliteration A: hypék Transliteration B: hypek Transliteration C: ypek Beta Code: u(pe/k

English (LSJ)

before a vowel ὑπέξ, (ὑπό, ἐκ) poet. Prep. with gen.,

   A out from under, from beneath, away from, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο, etc., Il. 13.89, 15.628, al.; ὑπὲξ ἁλός A.R.4.933, cf. Q.S.4.402.

German (Pape)

[Seite 1185] und vor Vocalen ὑπέξ, c. gen., darunter heraus, unten hervor; ἵππους λύσασθ' ὑπὲξ ὀχέων Il. 8, 504; φεύγεσκεν ὑπὲκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ 17, 461; νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων ἔρυσεν 5;81; ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12, 107, u. oft, wie sp. D., μή τις ὑπὲκ κακότητος ἀλύξῃ Ap. Rh. 3, 608, u. sonst. Von Wolf gew. getrennt geschrieben, vgl. Spitzner exc. XVIII, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκ: πρὸ φωνήεντος ὑπὲξ (ὑπό, ἐκ) ποιητ. πρόθ. μετὰ γεν., ὑποκάτωθεν, κάτωθεν ἔξω, μακρὰν ἀπό τινος, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο Ἰλ. Ν. 89, Π. 628, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ὑπέξ;
prép.
de dessous, du fond de, gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ.

English (Autenrieth)

out from under.

Greek Monolingual

και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α
(ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.)
1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)
2. προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ].

Greek Monotonic

ὑπέκ: πριν από φωνήεν ὑπ-έξ (ὑπό, ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από κάτω, από κάτω, μακριά από, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέκ: и ὑπ᾽ ἐκ, перед гласн. ὑπέξ praep. cum gen. из-под, от: ἵππους λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων Hom. отвяжите от колесниц, т. е. распрягите коней; ἐρύειν τι ὑπέκ τινος μετά τινα Hom. тащить что-л. от кого-л. к кому-л.