ὕλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὕλαγμα:''' [ῠ], -ατος, τό ([[ὑλάω]]), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νηπίοις ὑλάγμασιν</i>, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕλαγμα:''' ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню.
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕλαγμα Medium diacritics: ὕλαγμα Low diacritics: ύλαγμα Capitals: ΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: hýlagma Transliteration B: hylagma Transliteration C: ylagma Beta Code: u(/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A bark or yelp of a dog, κυνῶν ὑλάγματα E.IT 293: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν, of angry words, A.Ag.1631, cf. 1672 (troch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕλαγμα: [ῠ], τὸ γαύγυσμα κυνός, κυνῶν ὑλάγματα Εὐρ. Ι. Τ. 293· μεταφορ., νηπίοις ὑλάγμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1631, πρβλ. 1672.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.

Greek Monotonic

ὕλαγμα: [ῠ], -ατος, τό (ὑλάω), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., νηπίοις ὑλάγμασιν, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὕλαγμα: ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню.