ὑγίανσις: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άνσεως, και δ. τ. [[ὑγίασις]], -άσεως, η, Α<br /><b>βλ.</b> <i>υγίαση</i>. | |mltxt=-άνσεως, και δ. τ. [[ὑγίασις]], -άσεως, η, Α<br /><b>βλ.</b> <i>υγίαση</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑγίανσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> выздоровление Arst.;<br /><b class="num">2)</b> здоровье Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restoration to health, opp. νόσανσις, Arist.Ph.225b31, al., cf. Metaph. 1068a30, EE1219a15 (with v.l. ὑγίασις), Gal.Thras.27, Herm. in Phdr.p.66 A.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, die Heilung, Arist. phys. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγίανσις: ἡ, ἀποκατάστασις εἰς ὑγείαν, ἀντίθετον τῷ νόσανσις, «ὑγίανσις ἡ εἰς ὑγίειαν (μεταβολή), νόσανσις (ἢ νόσωσις) δὲ ἡ εἰς νόσον» Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 6., 5. 5, 3., 5. 6, 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 5 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑγίασις).
Greek Monolingual
-άνσεως, και δ. τ. ὑγίασις, -άσεως, η, Α
βλ. υγίαση.
Russian (Dvoretsky)
ὑγίανσις: εως ἡ1) выздоровление Arst.;
2) здоровье Arst.