Τρωιάς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(42)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[Τρωάς]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[Τρωάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''Τρωιάς:''' <b class="num">I</b> стяж. [[Τρῳάς]], άδος adj. f троянская (γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.).<br /><b class="num">II</b> стяж. [[Τρῳάς]], άδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) троянка Hom.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. γῆ) Троада Her.
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Τρωιάς: συνῃρ. Τρῳάς, (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ Τρώιος, ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ Τρῳάς, ἡ Τρωϊκὴ χώρα, Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.

English (Autenrieth)

see Τρώιος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. Τρωάς.

Russian (Dvoretsky)

Τρωιάς: I стяж. Τρῳάς, άδος adj. f троянская (γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.).
II стяж. Τρῳάς, άδος ἡ
1) (sc. γυνή) троянка Hom.;
2) (sc. γῆ) Троада Her.