ὕδρος: Difference between revisions
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕδρος:''' ὁ ([[ὕδωρ]]) όπως το [[ὕδρα]], [[νερόφιδο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |lsmtext='''ὕδρος:''' ὁ ([[ὕδωρ]]) όπως το [[ὕδρα]], [[νερόφιδο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕδρος:''' ὁ водяная змея или уж Hom., Batr., Her., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (ὕδωρ)
A water-snake, Coluber natrix, Il.2.723, Hdt.2.76, Arist.HA487a23, 508b1; λευκὸς ὡς ὕδρου γαστήρ Call.Iamb.1.218 ( = εἶδος δράκοντος, Sch. in mg.). II a small water-animal, = φαλάγγιον or σαῦρος, Artem.4.56. III the constellation Hydra, Eudox. ap. Hipparch.2.2.13. (Cf. Skt. udrás, OE. oter 'otter'.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρος: ὁ, (ὕδωρ) ὡς τὸ ὕδρα, ὄφις διαιτώμενος ἐν ὕδασι, «νεροφίδα», Coluber natrix, Ἰλ. Β. 723, Ἡρόδ. 2. 76, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 14., 2. 17, 23. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι ζῷον μικρόν, «τὰ δὲ μικρά, ὡς φαλάγγια καὶ ὕδροι καὶ σαῦροι» Ἀρτεμίδ. 4. 56.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpent d’eau, hydre.
Étymologie: cf. ὕδρα.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὕδρος: ὁ (ὕδωρ) όπως το ὕδρα, νερόφιδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕδρος: ὁ водяная змея или уж Hom., Batr., Her., Arst.