ὑπερδιατείνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερδιατείνομαι:''' Παθ., [[πασχίζω]], [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] υπέρμετρα, σε Δημ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερδιατείνομαι:''' Παθ., [[πασχίζω]], [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] υπέρμετρα, σε Δημ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερδιατείνομαι:''' напрягаться изо всех сил, всячески стараться, упорствовать Dem., Luc.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1194] med., sich über die Maaßen anspannen, anstrengen; Dem. 25, 1; Luc. Hermot. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερδιατείνομαι: διατείνομαι, ἀγωνίζομαι ὑπερμέτρως, Δημ. 770. 4, ὑπερδιατεινόμενος κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον 501, 3, Λουκ. Ἑρμότ. 25, κλπ.

French (Bailly abrégé)

faire les plus grands efforts.
Étymologie: ὑπέρ, διατείνω.

Greek Monotonic

ὑπερδιατείνομαι: Παθ., πασχίζω, μοχθώ, κοπιάζω υπέρμετρα, σε Δημ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερδιατείνομαι: напрягаться изо всех сил, всячески стараться, упорствовать Dem., Luc.