ὑπέρπλουτος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρπλουτος:''' -ον, = [[ὑπερπλούσιος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπέρπλουτος:''' -ον, = [[ὑπερπλούσιος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρπλουτος:''' Aesch., Plat. = [[ὑπερπλούσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = ὑπερπλούσιος, χλιδή A.Pr.466, cf. Pl.R.552b.
German (Pape)
[Seite 1201] = ὑπερπλούσιος; χλιδή, Aesch. Prom. 464; Plat. Rep. VIII, 552 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 466, Πλάτ. Πολ. 552Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
excessivement ou extrêmement riche.
Étymologie: ὑπέρ, πλοῦτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρπλουτος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπλουτος: -ον, = ὑπερπλούσιος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπλουτος: Aesch., Plat. = ὑπερπλούσιος.