ὑπεράφανος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεράφανος:''' -ον, Δωρ. αντί του <i>ὑπερ-ήφανος</i>.
|lsmtext='''ὑπεράφανος:''' -ον, Δωρ. αντί του <i>ὑπερ-ήφανος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράφᾰνος:''' (ᾱφ) дор. Pind. = [[ὑπερήφανος]].
}}
}}

Revision as of 05:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράφανος Medium diacritics: ὑπεράφανος Low diacritics: υπεράφανος Capitals: ΥΠΕΡΑΦΑΝΟΣ
Transliteration A: hyperáphanos Transliteration B: hyperaphanos Transliteration C: yperafanos Beta Code: u(pera/fanos

English (LSJ)

ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.

English (Slater)

ὑπερᾱφᾰνος
   1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υπερήφανος.

Greek Monotonic

ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράφᾰνος: (ᾱφ) дор. Pind. = ὑπερήφανος.