ὑπερκαταγέλαστος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' -ον, υπερβολικά [[γελοίος]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' -ον, υπερβολικά [[γελοίος]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.
German (Pape)
[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].
Greek Monotonic
ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκαταγέλαστος: необыкновенно смешной, смехотворнейший Aeschin., Plut.