φευκτός: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φευκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φεύγω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει [[κάποιος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να τον αποφύγει [[κάποιος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''φευκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φεύγω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει [[κάποιος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να τον αποφύγει [[κάποιος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φευκτός:''' [adj. verb. к [[φεύγω]]<br /><b class="num">1)</b> которого можно избежать: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;<br /><b class="num">2)</b> которого следует избегать, нежелательный: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A to be shunned or avoided, Arist.EN 1153b2; opp. αἱρετός, ib.1119a23, 1172b19, Epicur.Ep.3p.63U., Phld. Herc.1251.13: Comp., Arist.Top.116b5. 2 that can be escaped or avoided, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν S.Aj.224 (lyr.), cf. Pl.Ax. 369b; cf. φυκτός.
German (Pape)
[Seite 1267] adj. verb. von φεύγω, geflohen, vermieden, zu fliehen, zu meiden, zu vermeiden; ἄτλατον, οὐδὲ φευκτάν Soph. Ai. 222; dem man entfliehen, entgehen kann, den man fliehen muß, Plat. Ax. 369 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἀποφεύγει τις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 14. 1· ἀντίθετον τῷ αἱρετός, αὐτόθι 3. 12. 1., 10. 2, 2. 2) ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτὰν Σοφ. Αἴ. 224, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Ε· ― πρβλ. τὸ ποιητ. φυκτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’il faut fuir ou éviter;
2 qu’on peut fuir ou éviter.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ φεύγω
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς
αρχ.
1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
φευκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω·
1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ.
2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φευκτός: [adj. verb. к φεύγω
1) которого можно избежать: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;
2) которого следует избегать, нежелательный: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.