φιλοτησία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(45) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ευχετική [[πρόποση]] σε φίλο συμπότη<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ποτό]] που προσφέρεται για την [[πρόποση]] αυτή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κύλιξ]] [[φιλοτησία]]» — [[κύλικας]] για [[πρόποση]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[φιλοτήσιος]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ευχετική [[πρόποση]] σε φίλο συμπότη<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ποτό]] που προσφέρεται για την [[πρόποση]] αυτή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κύλιξ]] [[φιλοτησία]]» — [[κύλικας]] για [[πρόποση]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[φιλοτήσιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοτησία:''' ἡ (sc. [[πόσις]]) здравица, заздравный тост: [[λαβεῖν]] τὴν φιλοτησίαν Arph. принять (предложенный) заздравный кубок; φιλοτησίαν (φιλοτησίας) προπίνειν Dem., Luc. пить за здравие; φιλοτησίαν παρέχειν Luc. предложить заздравный тост. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:36, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1287] ἡ, s. Folgds.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ευχετική πρόποση σε φίλο συμπότη
2. συνεκδ. ποτό που προσφέρεται για την πρόποση αυτή
3. φρ. «κύλιξ φιλοτησία» — κύλικας για πρόποση (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. φιλοτήσιος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτησία: ἡ (sc. πόσις) здравица, заздравный тост: λαβεῖν τὴν φιλοτησίαν Arph. принять (предложенный) заздравный кубок; φιλοτησίαν (φιλοτησίας) προπίνειν Dem., Luc. пить за здравие; φιλοτησίαν παρέχειν Luc. предложить заздравный тост.