φύστις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φύστις:''' -εως, ἡ ([[φύω]]), απόγονοι, [[γενιά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φύστις:''' -εως, ἡ ([[φύω]]), απόγονοι, [[γενιά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύστις:''' εως ἡ потомство, род (Aesch. - v. l. [[ταρφύς]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
English (LSJ)
f.l. in A.Pers.926 (anap., leg. πάνυ ταρφύς τις, for πάνυ γὰρ φύστις).
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις 3, Nachkommenschaft, Geschlecht, Aesch. Pers. 890.
Greek (Liddell-Scott)
φύστις: -εως, ἡ, (φύω) ἀμφίβ. τύπος τοῦ φύσις IV, γενεά, ἀπόγονοι, Αἰσχύλου Πέρσ. 926˙ ἀλλ’ ὁ Franz ἀναγινώσκει πάνυ ταρφύς τις, ἀντὶ πάνυ γὰρ φύστις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
postérité, race.
Étymologie: φύω.
Greek Monotonic
φύστις: -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φύστις: εως ἡ потомство, род (Aesch. - v. l. ταρφύς).