χειρόσοφος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(46) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χειρίσοφος]], -ον, ΜΑ<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[κυρίως]] στον χειρισμό μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]]. | |mltxt=και [[χειρίσοφος]], -ον, ΜΑ<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[κυρίως]] στον χειρισμό μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρόσοφος:''' искусно жестикулирующий Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A skilled with the hands, esp. gesticulating well, Luc.Rh.Pr.17, Lex. 14, Lesbon. ap. eund.Salt.69:—χειρίσοφος is a f.l.
German (Pape)
[Seite 1346] auch χειρίσοφος, geschickt oder gewandt mit den Händen, bes. gut gesticulirend, übh. = χειρονόμος, Pantomimus, Lesbon. bei Luc. de salt. 69.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόσοφος: -ον, ὁ σοφὸς ἢ δεξιὸς τὰς χεῖρας, μάλιστα δὲ ὁ καλῶς χειρονομῶν, ὡς τὸ χειρονόμος, Λεσβῶναξ παρὰ Λουκ. π. Ὀρχ. 69, Ρητόρων Διδάσκ. 17, Λεξιφάν. 14· - οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι χειρίσοφος, ὅπερ εἶναι μεταγεν. τύπος εὑρισκόμενος ἐν Εὐστ. Πονηματ. 314. 13, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
habile à gesticuler en cadence.
Étymologie: χείρ, σοφός.
Greek Monolingual
και χειρίσοφος, -ον, ΜΑ
επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + σοφός.
Russian (Dvoretsky)
χειρόσοφος: искусно жестикулирующий Luc.