χελλών: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χελμών]] και [[χειλών]] και [[χελών]], -ώνος, ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού με μακρύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χελλών]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χελ</i>- του [[χεῖλος]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>ών</i>). Ο τ. απαντά και με την γρφ. [[χελών]], [[αλλά]] προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -<i>λλ</i>-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων]. | |mltxt=και [[χελμών]] και [[χειλών]] και [[χελών]], -ώνος, ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού με μακρύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χελλών]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χελ</i>- του [[χεῖλος]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>ών</i>). Ο τ. απαντά και με την γρφ. [[χελών]], [[αλλά]] προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -<i>λλ</i>-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χελλών:''' v. l. [[χελών]], ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
or χελών, ῶνος, ὁ, a kind of
A mullet, Mugil chelo, Arist. HA543b15, 570b2, 591a23, Fr.318, Hices. ap. Ath.7.306e; χελλών (χελμών cod.)· ἰχθῦς ποιός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1348] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.
Greek (Liddell-Scott)
χελλών: ἢ χελών, ῶνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος μετὰ μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ χελλών. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88.
Greek Monolingual
και χελμών και χειλών και χελών, -ώνος, ὁ, Α
είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ- του χεῖλος, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μυ-ών). Ο τ. απαντά και με την γρφ. χελών, αλλά προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -λλ-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων].
Russian (Dvoretsky)
χελλών: v. l. χελών, ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.