χλανίσκιον: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλᾰνίσκιον:''' τό, υποκορ. του [[χλανίς]], μικρό [[ένδυμα]], σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, [[χλανισκίδιον]], <i>τό</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χλᾰνίσκιον:''' τό, υποκορ. του [[χλανίς]], μικρό [[ένδυμα]], σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, [[χλανισκίδιον]], <i>τό</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλᾰνίσκιον:''' τό Arph., Aeschin. demin. к [[χλανίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Ach.519, Aeschin.1.131;
A ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χλανίς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].
Greek Monotonic
χλᾰνίσκιον: τό, υποκορ. του χλανίς, μικρό ένδυμα, σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, χλανισκίδιον, τό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χλᾰνίσκιον: τό Arph., Aeschin. demin. к χλανίς.