ψαμαθώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψᾰμᾰθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), = [[ψαμμώδης]], [[αμμώδης]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ψᾰμᾰθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), = [[ψαμμώδης]], [[αμμώδης]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψᾰμᾰθώδης:''' песчаный ([[χῶρος]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A sandy, χῶρος h.Merc. 75, al., cf. A.R.4.1376, etc.
German (Pape)
[Seite 1391] ες, sandig, sandreich, χῶρος, H. h. Merc. 75. 347. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) = ψαμμώδης, ἀμμώδης, χῶρος Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 75, 347, 350, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1376, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de sable, sablonneux.
Étymologie: ψάμαθος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ψάμαθος
ψαμμώδης, αμμώδης.
Greek Monotonic
ψᾰμᾰθώδης: -ες (εἶδος), = ψαμμώδης, αμμώδης, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰμᾰθώδης: песчаный (χῶρος HH).