χρυσεοσάνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
|lsmtext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον [[ἴχνος]] φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεοσάνδᾰλος Medium diacritics: χρυσεοσάνδαλος Low diacritics: χρυσεοσάνδαλος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: chryseosándalos Transliteration B: chryseosandalos Transliteration C: chryseosandalos Beta Code: xruseosa/ndalos

English (LSJ)

ον,

   A with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sandales d’or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.

Greek Monolingual

και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.

Greek Monotonic

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοσάνδᾰλος: с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.