δεδραγμένος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(3)
(nl)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεδραγμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του [[δράσσομαι]].
|lsmtext='''δεδραγμένος:''' μτχ. Παθ. παρακ. του [[δράσσομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεδραγμένος ptc. perf. van δράσσομαι.
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 1 January 2019

English (Autenrieth)

see δράσσομαι.

Greek Monotonic

δεδραγμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του δράσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδραγμένος ptc. perf. van δράσσομαι.